Οι ιδρυτές

Το όραμα του Παύλου και της Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου, ήταν να προσφέρουν στις μελλοντικές γενιές την κορυφαία συλλογή τους, μέσα από ένα σύγχρονο και ανοιχτό Μουσείο.

Παύλος Κανελλόπουλος

Ο Παύλος Κανελλόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906. Γόνος της οικογένειας Κανελλοπούλου, γιος του βιομήχανου Άγγελου Κανελλόπουλου και της Ελένης Οικονόμου, ήταν άνθρωπος ευαίσθητος και φιλομαθής και από νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ανθρωπιστικές επιστήμες.

Στην ηλικία των 15 ετών ταξίδεψε στο Μόναχο, όπου σπούδασε Νομική, Φιλολογία και Χημεία. Το 1923 σηματοδότησε την αρχή της συλλεκτικής του πορείας, όταν απέκτησε τα δύο πρώτα έργα της συλλογής του, μία εικόνα της Παναγίας και μία του Αγίου Νικολάου, χρονολογούμενες στις αρχές του 16ου αιώνα. Συνέχισε τη συλλεκτική του δραστηριότητα στη Γερμανία, εντοπίζοντας ελληνικές αρχαιότητες, κυρίως αγιογραφίες, που είχαν μεταφέρει εκεί οι Βαυαροί της ακολουθίας του βασιλιά Όθωνα. Κατά την παραμονή του στο Μόναχο κατάφερε να συγκεντρώσει 45 επιπλέον έργα τέχνης, κυρίως του 16ου αιώνα.

Αποφοιτώντας το 1927 επισκέφθηκε διάφορες χώρες της Ευρώπης, κυρίως στην Ιταλία και την Ισπανία, με σκοπό να μελετήσει Ιστορία της Τέχνης και Αρχαιολογία. Τότε, εστίασε συνειδητά τη  συλλεκτική του δράση σε έργα του ελληνικού πολιτισμού, έχοντας ως στόχο την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Παράλληλα, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο διασώζοντας από την αφάνεια πληθώρα αντικειμένων ελληνικής τέχνης. Το 1940 απέκτησε την άδεια του συλλέκτη ελληνικών και βυζαντινών αρχαιοτήτων και έκτοτε συνέχισε να εμπλουτίζει τη συλλογή του.

Το 1940 επέστρεψε στην Ελλάδα ως εθελοντής στο μέτωπο της Αλβανίας. Λίγα χρόνια μετά, το 1945, ανέλαβε ως Διευθύνων Σύμβουλος τα ηνία της ΤΙΤΑΝ Α.Ε. Έκτοτε, και από το 1979 και έπειτα συνέβαλε στην εταιρεία από τη θέση του Προέδρου.

Ο Παύλος βρήκε τη μεγαλύτερη υποστηρίκτρια στη ζωή και στο όραμά του στο πρόσωπο της Αλεξάνδρας. Παντρεύτηκαν το 1945 και έζησαν μαζί αγαπημένοι μέχρι τον θάνατό του το 2003. Στενοί του φίλοι ήταν ιστορικοί, ακαδημαϊκοί και αρχαιολόγοι. μαζί τους ανέπτυσσε έναν ενεργό και γόνιμο διάλογο γύρω από την τέχνη και την ιστορία. Πέρα από επίμονος συλλέκτης, ο Παύλος ήταν επίσης ένας πολύ δραστήριος ερευνητής και μελετητής, ενώ είχε συμμετάσχει σε πλήθος επιστημονικών επιτροπών για την έρευνα και την ανάδειξη της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και γλώσσας.

Η προσφορά της ιδιωτικής του Συλλογής στο Ελληνικό Δημόσιο και η δημιουργία του Μουσείου Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου αποτέλεσε για τον ίδιο την πραγματοποίηση του ονείρου του. Ο Παύλος, ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία και με σημαντική δυσχέρεια στην όραση, επισκεπτόταν τακτικά το Μουσείο και ξεναγούσε ο ίδιος τους επισκέπτες, μεταδίδοντας τη βαθιά γνώση και την αγάπη του για την τέχνη και την αρχαιολογία στο κοινό.

Για τη ζωή, το έργο του, καθώς και για την προσφορά του στο έθνος, ο Παύλος Κανελλόπουλος τιμήθηκε πολλές φορές από την Πολιτεία αλλά και από επικεφαλής ξένων κρατών και αναγνωρίζεται ως πνευματικός άνθρωπος. Ωστόσο ο ίδιος, ανάμεσα σε όλες τις ελληνικές και ξένες διακρίσεις, αισθανόταν ιδιαίτερα υπερήφανος για το μετάλλιο Εκστρατείας Αλβανίας 1940 (Πολεμικός Σταυρός) «διά τήν ἡρωικήν του προσπάθειαν κατά τάς ἐπιχειρήσεις» του Ελληνοϊταλικού πολέμου.

Αλεξάνδρα Κανελλοπούλου

Άνθρωπος δοτικός, με αίσθημα ευθύνης και προσφοράς, η Αλεξάνδρα ξεχώριζε για την έμφυτη ευγένεια και γοητεία της. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921, κόρη του πολιτικού και υπουργού Ναυτιλίας Δημήτριου Λόντου και της Μελπομένης Σκαμπαβία. Η προσωπικότητα και το έργο του πατέρα της και οι αξίες της μητέρας της αποτέλεσαν για την ίδια πρότυπα ζωής. Το έργο της, όχι μόνο στον πολιτιστικό αλλά και τον κοινωνικό τομέα, στηρίχθηκε σε αυτές ακριβώς τις αξίες της αλληλεγγύης και του εθελοντισμού.

Ξεκίνησε τη δράση της σε νεαρή ηλικία, ως εθελόντρια αδελφή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αργότερα, ανέπτυξε πολυδιάστατη κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα και υποστήριζε με ό,τι μέσα διέθετε φιλανθρωπικούς οργανισμούς και κοινωφελείς οργανισμούς αναλαμβάνοντας ανάλογες πρωτοβουλίες. Ως λάτρης της κλασικής μουσικής, δραστηριοποιήθηκε στη θέση του αντιπροέδρου του Μουσικού Σωματείου της διεθνούς φήμης πιανίστριας «Τζίνα Μπαχάουερ».

Ο γάμος της με τον Παύλο Κανελλόπουλο το 1945, την οδήγησε αβίαστα στον δρόμο του σπουδαίου έργου του συζύγου της. Υπήρξε για τον Παύλο σύντροφος στη ζωή και ο πιο στενός του συνεργάτης. Εκείνος ήταν δάσκαλος για την ίδια, μεταδίδοντάς της το θαυμασμό για το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Μαζί πήραν την απόφαση να δωρίσουν στο ελληνικό δημόσιο τη Συλλογή που συγκέντρωσαν με τόση φροντίδα και προχώρησαν στη ίδρυση και την ανάπτυξη του Μουσείου Κανελλοπούλου, αλλά και του Ιδρύματος Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου.

Για την προσφορά και τη δράση της προς την ελληνική κοινωνία, η Αλεξάνδρα τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο από την Ακαδημία Αθηνών το 1999.