

Η Βαϊοφόρος
Η είσοδος του Χριστού με την ακολουθία των μαθητών στα Ιεροσόλυμα διεξάγεται μέσα σε πλούσιο τοπίο που εκτείνεται στο βάθος και μπροστά από τα τείχη της πόλης. Ο Χριστός «επί πώλου όνου» προχωρεί προς τα δεξιά και τοποθετείται στα αριστερά της σύνθεσης, ενώ συνοδεύεται από πυκνή ομάδα αποστόλων. Στο βάθος αναπτύσσεται τοπίο με βραχώδη όρη, όπου ξεπροβάλλει σε μικρότερη κλίμακα τειχισμένη πόλη, περιστοιχισμένη από τρία δέντρα. Η Ιερουσαλήμ, με μεγάλο αριθμό κτιρίων που προβάλλουν πίσω από τα τείχη, καταλαμβάνει καίρια θέση στα δεξιά της σύνθεσης. Πλήθος Ιουδαίων με ζωηρές χειρονομίες προχωρεί μπροστά από τα τείχη εξερχόμενο από δύο πύλες.
Η σύνθεση χαρακτηρίζεται από το πλούσιο τοπίο που αναπτύσσεται σε επάλληλα επίπεδα στο βάθος και την αγάπη για τη λεπτομέρεια, που φαίνεται από τα δευτερεύοντα επεισόδια καθημερινής ζωής μικρών παιδιών στο ύπαιθρο, σε εξαιρετικά μικρή κλίμακα, καθώς και από την εισαγωγή άφθονων διακοσμητικών στοιχείων, όπως π.χ. προσωπεία στις επιφάνειες των κτισμάτων με την τεχνική της μονοχρωμίας. Διαφορετικές ομάδες με παιδάκια προϋπαντούν κρατώντας βάγια τον Χριστό, απλώνουν τα ρούχα τους στο έδαφος και αναρριχώνται ή έχουν ήδη σκαρφαλώσει και κόβουν κλαδιά στο ψηλόκορμο φουντωτό δέντρο μπροστά από την Ιερουσαλήμ. Πρόσθετες μικρές μορφές ξεπροβάλλουν από τα τείχη της πόλης και μέσα από ανοίγματα του τείχους και των κτιρίων, ενώ στο βάθος του τοπίου αριστερά, σε μικρογραφία, μια μορφή επάνω σε τετράποδο και πλήθος από μικρά παιδιά, ένα σκαρφαλωμένο σε ένα δέντρο και δύο άλλα σε ύψωμα, κοιτούν τους φίλους τους επάνω στο δέντρο. Μπροστά από την κύρια σύνθεση, εκεί όπου απλώνεται σε μαλακά επίπεδα το καστανόχρωμα έδαφος με τη λιγοστή βλάστηση, διακρίνονται δύο αγελάδες στα δεξιά, μια κτιστή κρήνη στα αριστερά, καθώς και ο «απακανθιζόμενος» και άλλα μικρά παιδιά που παίζουν και παλεύουν με ζωηρές κινήσεις, όλα στοιχεία ρωπογραφικά βουκολικού τοπίου.
Η εικονογραφική σύνθεση. της εικόνας μας προέρχεται από κλασικού χαρακτήρα πρότυπα, ανάλογα με εκείνα που χρησιμοποιούνται στην Περίβλεπτο και κυρίως στην Παντάνασσα του Μυστρά, όπου η σύνθεση τοποθετείται εντός πλούσιου τοπίου με την προσθήκη δύο βοοειδών αλλά και ανάλογων ρωπογραφικών στοιχείων. Διαδίδεται στην κρητική ζωγραφική πολύ νωρίς, όπως στις τοιχογραφίες στο Σκλαβεροχώρι, αλλά και σε εικόνα της μονής Διονυσίου (Μπορμπουδάκης 1991, σ. 383-384, πίν. 197α. Chatzidakis 1969-1970, εικ. 130). Ταυτόχρονα, ενώ αυτά τα στοιχεία μπορεί να θεωρηθούν ως απόηχος της αναβίωσης της κλασικής παιδείας στην εποχή των Παλαιολόγων, αποτελούν ταυτόχρονα στοιχεία εισηγμένα από ανάλογα βουκολικά τοπία που συναντούμε στην ιταλική ζωγραφική του 15ου αιώνα, όπως συνηθίζεται και σε άλλες κρητικές εικόνες γύρω στο 1500, όπως στη Γέννηση της Βενετίας και του Βυζαντινού Μουσείου και σε εικόνες με θέμα την κοίμηση ασκητών. Αξίζει ιδιαίτερα να σημειωθούν οι ομοιότητες με την εικόνα του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα, επίσης στο Μουσείο Κανελλοπούλου (αριθ. κατ. 133), όπου διακρίνεται ανάλογη αγάπη για την ανάπτυξη της σύνθεσης μέσα σε πλούσιο τοπίο με δευτερεύοντα επεισόδια καθημερινής ζωής και, ακόμη, με ανάλογη προσοχή και μικρογραφική ικανότητα στην απόδοση διακοσμητικών λεπτομερειών. Τέλος, ομοιότητες τεχνοτροπικές διακρίνονται στην απόδοση της κομψής μορφής του Χριστού και των μορφών στην αντίστοιχη ομάδα των μαθητών.
Η εικόνα αποτελεί εξαίρετο έργο, δείγμα του εκλεκτικισμού των κρητικών ζωγράφων του τέλους του 15ου αιώνα.
Ν. Χατζηδάκη