Δισκοπότηρο από επιχρυσωμένο άργυρο και χαλκό και ημιπολύτιμους λίθους

Ο κάλυκας του Ποτηρίου είναι από επιχρυσωμένο άργυρο και φέρει περιμετρικά του χείλους επιγραφή, ενώ πιο κάτω κοσμείται από εγχάρακτο διάκοσμο από ολόκληρα και μισά ανθέμια. Η ημισφαιρική υποδοχή έχει διάτρητο διάκοσμο με αραβουργήματα και γαλάζιους ημιπολύτιμους λίθους. Η κυλινδρική λαβή από επιχρυσωμένο χαλκό φέρει στο μέσον της σφαιρικό κόμβο με εγχάρακτα ανθέμια και γαλάζιους λίθους. Η βάση του -επίσης από επιχρυσωμένο χαλκό- καμπυλώνει απολήγοντας σε οκτώ οριζόντιους λοβούς, οι οποίοι πατούν σε χαμηλό διάτρητο στέλεχος που με τη σειρά του απολήγει πάλι σε οκτώ ακόσμητους λοβούς. Ανάμεσα στην λαβή και την βάση, σε οκτάπλευρο δακτύλιο, αναγράφεται το όνομα του Θεολήπτου αρχιερέως, ο οποίος μάλλον ταυτίζεται με τον Πατριάρχη Θεόληπτο Β’, ο οποίος είναι και ο δωρητής του Δισκοπότηρο σε μονή της Νάξου. Το δισκοπότηρο αποτελεί εξαίρετο δείγμα της τέχνης της αργυροχοΐας, έτσι όπως αναπτύχθηκε από τους ορθοδόξους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στην περιοχή του Πόντου. Παρότι το σχήμα του απηχεί υστερογοτθικά πρότυπα, ο ανθεμωτός διάκοσμός του έχει την προέλευσή του στην οθωμανική τέχνη. Είναι άλλωστε αρκετά συχνό ορθόδοξοι αργυροχόοι και κεντητές να εντάσσουν οθωμανικά διακοσμητικά θέματα σε έργα που προορίζονται για την χριστιανική λατρεία. Η παρουσία τους είναι ένδειξη πολυτέλειας και συμπόρευσης των χριστιανών με τις τάσεις που επικρατούσαν στην τέχνη της εποχής.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Σκαμπαβίας Κ. 2007. Λήμμα καταλόγου αρ. 222, στο Σκαμπαβίας Κ. – Χατζηδάκη Ν. (επιμ.), Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Συλλογή, Αθήνα, 440-441.