Mινωικός λίθινος λύχνος
Η λιθοτεχνία αναπτύχθηκε στην Κρήτη την 3η χιλιετία π.Χ.. Αρχικά κατασκευάζονταν αγγεία από μαλακούς λίθους (χλωρίτη, οφίτη, στεατίτη), σταδιακά όμως οι τεχνίτες ανέπτυξαν μεθόδους για την κατεργασία σκληρότερων λίθων, όπως το μάρμαρο, το αλάβαστρο και η ορεία κρύσταλλος.
Κατά την 2η χιλιετία π.Χ. οι Μινωίτες λιθοξόοι έφτιαχναν, μεταξύ άλλων, λύχνους για τον εσωτερικό φωτισμό των κτηρίων. Οι λύχνοι ήταν διαφόρων μεγεθών, όλοι όμως είχαν ανοιχτή κεντρική κοιλότητα για την τοποθέτηση του λαδιού (ή άλλης καύσιμης ύλης, όπως το ζωικό λίπος ή το κερί) και δύο ή παραπάνω αύλακες για τα φυτίλια (μυκτήρες). Ιδιαίτερα εντυπωσιακοί ήταν οι λύχνοι με ψηλό πόδι που πλάταινε στη βάση, όπως αυτός της φωτογραφίας. Μπορούσαν να φθάσουν τα 50 εκ. σε ύψος και ήταν από τα μεγαλύτερα λίθινα σκεύη που παράχθηκαν στη μινωική Κρήτη. Κατασκευάζονταν από οφίτη ή σπανιότερα από μάρμαρο και ασβεστόλιθο και πιθανώς χρησίμευαν ως σταθερά φωτιστικά μέσα. Έχουν βρεθεί σε ανάκτορα και οικισμούς της Νεοανακτορικής περιόδου (17ος -16ος αι. π.Χ.). Ο συγκεκριμένος έχει δύο αποφύσεις κάτω από τους μυκτήρες, οι οποίες χρησίμευαν ως λαβές.
Aδημοσίευτο