Το λιοντάρι πατάει στα τέσσερα πόδια του και έχει την πυρά του ανασηκωμένη. Κοιτάζει κατευθείαν μπροστά, στο μισάνοιχτο στόμα τα δόντια αποδίδονται με τεθλασμένη εγχάρακτη γραμμή, η γλώσσα προεξέχει ελαφρά, τα μάτια αποτελούνται από δύο εγχάρακτους κύκλους, ενώ μία κυματοειδής εγχάρακτη γραμμή δηλώνει τα φρύδια. Τα αυτιά αποδίδονται με δύο ανάγλυφους κύκλους. Το χαρακτηριστικότερο σημείο του ζώου αποτελεί η πλούσια χαίτη του, η οποία αποδίδεται με κυματιστές εγχαράξεις. Λοξές εγχαράξεις υποδηλώνουν τα πλευρά.
Στο στέρνο του ζώου σχηματίζεται ακανόνιστη εγκοπή για την εισαγωγή του κλειδιού. Ένα πρόσθετο καμπύλο στέλεχος, το οποίο θα απασφαλιζόταν με την εισαγωγή του κλειδιού, ξεκινά από τον τράχηλο του ζώου και απολήγει πίσω, κοντά στην ουρά.
ΠερισσότεραΠαρόλον ό,τι είναι γνωστό από απεικονίσεις και πηγές ότι λουκέτα υπήρχαν κατά τους ρωμαϊκούς και τους Βυζαντινούς χρόνους, δεν είναι πολλά τα παραδείγματα που έχουν σωθεί μέχρι τις ημέρες μας και μάλιστα ακέραια, όπως το λουκέτο του Μουσείου Κανελλοπούλου. Δεδομένου ότι τα λουκέτα ήταν εύκολα μεταφερόμενα αντικείμενα, ευρείας και καθημερινής χρήσης, είναι δύσκολο να εντοπισθούν τα εργαστήρια κατασκευής τους, ενώ και η χρονολόγησή τους είναι προβληματική, καθώς ο τρόπος λειτουργίας τους παραμένει αναλλοίωτος για αιώνες. Η μορφή τους ποικίλλει: άλλα έχουν απλά ανεικονικά σχήματα και άλλα, όπως το δικό μας, μορφή ζώου ή και ανθρώπου. Μερικά προέρχονται από ανασκαφές, τα περισσότερα όμως βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία.
Παρ’ όλη την αφαιρετική απόδοση των χαρακτηριστικών του κεφαλιού και της χαίτης του, το λιοντάρι του Μουσείου Κανελλοπούλου διακρίνεται από ζωντάνια, εκφραστικότητα και στοιχεία πλαστικότητας. Η σύγκρισή του με τα μεταγενέστερα λουκέτα της Κορίνθου και της Περγάμου, αλλά και με άλλες, εκτός των λουκέτων, απεικονίσεις λιονταριών, μας οδηγεί σε μια χρονολόγησή του στα υστερορωμαϊκό ή στα πρώιμα Βυζαντινά χρόνια.
Eρση Μπρούσκαρη